τἀντικείμενον — ἀντικείμενον , ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp masc acc sg ἀντικείμενον , ἀντίκειμαι to be set over against perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀντικείμενον , ἀντίκειμαι to be set over against pres part mp masc acc sg ἀντικείμενον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTICIMENON — Graece Ἀντικείμενον, i. e. oppositio, repugnantia, titulus libri S. Bertarii Abbatis Casinensis, in quo quaestiones et controversiae utriusque Testamenti continentur, de quo vide Leonem Ostiensem l. 1. c. 32. Impressus fuit, sub Anonymi auctoris… … Hofmann J. Lexicon universale
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… … Dictionary of Greek
Ανδριώτης, Νικόλαος — (Ίμβρος 1906 – Θεσσαλονίκη 1976). Γλωσσολόγος και φιλόλογος. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Βιέννης και Βερολίνου. Διετέλεσε επί 16 χρόνια συντάκτης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας (1928 44). Εξελέγη τακτικός καθηγητής της έδρας της… … Dictionary of Greek